Κάποτε όλα ήταν πολύ πιο φυσικά. Στη Νότια Αμερική τα δέντρα μεγάλωναν αργά και οι κάτοικοι του Αμαζονίου έπαιρναν από το ‘κά ου τσου’, που στη γλώσσα τους σημαίνει ‘το δέντρο που κλαίει’, ένα κρεμώδες υγρό και έφτιαχναν λάστιχα, αδιάβροχα ρούχα, μπάλες για παιχνίδι. Ο λόγος είναι
για το φυσικό καουτσούκ και αναφορές σε αυτό γίνονται από τους Ευρωπαίους ήδη από τον 16ο αιώνα. Εκτός όμως από τις γομολάστιχες και τα αδιάβροχα παλτά οι Ευρωπαίοι δεν ήξεραν τι άλλο να κατασκευάσουν. Το καουτσούκ έγινε διάσημο το 1839, όταν ο Αμερικανός Τσαρλς Γκουντγίαρ κατάφερε να το βελτιώσει, να είναι ανθεκτικό σε μεγαλύτερες θερμοκρασίες, ελαστικό και να κρατάει τη φόρμα του.
«Σιγά-σιγά άρχισαν να κατασκευάζονται λαστιχένιες μπότες, θερμοφόρες, αδιάβροχα κατάλληλα για τον κακό καιρό του Λονδίνου. Και το 1880 με την ανακάλυψη του αυτοκινήτου η ιστορία του φυσικού καουτσούκ άρχισε να γίνεται πολύ ενδιαφέρουσα» λέει ο Ρόμπερτ Σούστερ, χημικός και επικεφαλής του Ινστιτούτου για την Τεχνολογία του Καουτσούκ στο Ανόβερο.
Οι βαρόνοι του καουτσούκ και η Όπερα του Αμαζονίου ….
Από την παραγωγή του επωφελούνταν κυρίως οι βαρόνοι του καουτσούκ όπως αποκαλούνταν στη Βραζιλία. Η ζήτηση ήταν πολύ μεγάλη και οι άνθρωποι πλούτιζαν τόσο πολύ από αυτό το μονοπώλιο, ώστε καταμεσής στη ζούγκλα έχτισαν μια όπερα, μια όπερα στην πόλη Μανάους! «Οι βαρόνοι του καουτσούκ έστελναν τα πουκαμισά τους στο Λονδίνο για να πλυθούν και ολόκληρη η όπερα φτιάχτηκε από υλικά που μεταφέρθηκαν από την Ευρώπη, μάρμαρα από την Ιταλία κτλ.»
Στις χώρες όμως που αρχίζουν να αναπτύσσονται βιομηχανικά δεν αρέσει αυτή η εξάρτηση από το μονοπώλιο του καουτσούκ. Ένας Εγγλέζος καταφέρνει να κλέψει 70.000 σπόρους από δέντρα που παρήγαγαν καουτσούκ και να τους φυτέψει σε βρετανικές αποικίες στη νοτιανατολική Ασία. Μέχρι και σήμερα οι χώρες αυτές παραμένουν οι πιο σημαντικοί παραγωγοί φυσικού καουτσούκ στον κόσμο. Το μονοπώλιο της Βραζιλίας σπάει, αλλά η ζήτηση είναι μεγάλη και οι ποσότητες που παράγονται δεν επαρκούν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου